Εναπόθεση φερτών υλικών (ιλύς, πέτρες κ.λπ.) σε παραγωγικές εκτάσεις, διάβρωση και μεταβολή της φυσικής κατάστασης (π.χ. αερισμός, σταθερότητα των συσσωματωμάτων) των γεωργικών εδαφών-ιδιαίτερα σε επικλινή, και ήδη υποβαθμισμένα εδάφη και συσσώρευση και παραμονή υδάτων στους αγρούς για μέρες, με επίδραση στη χημεία, το βιολογικό δυναμικό και εν τέλει τη γονιμότητα των εδαφών.
Σε αυτά τα συμπεράσματα κατέληξαν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ ολοκληρώνοντας την πρώτη φάση της αυτοψίας που διενήργησαν σε αγρούς στις πλημμυρισμένες περιοχές της Θεσσαλίας.
Αμέσως μετά τη κακοκαιρία “DANIEL” που έπληξε τη Θεσσαλία από τις 3 έως 5 Σεπτεμβρίου 2023, οι ερευνητές μαζί με υποστηρικτικό προσωπικό βγήκαν ανά ομάδες 3-4 ατόμων στο πεδίο για να συλλέξουν δείγματα από διάφορες τοποθεσίες, καθώς οι επιπτώσεις των πλημμυρικών φαινομένων στα εδάφη των αγρών ήταν διαφορετικές ανάλογα με την τοπογραφία τους και την εξέλιξη της κακοκαιρίας. Ο στόχος των επιστημόνων ήταν να ενημερώσουν άμεσα τους παραγωγούς για τη βέλτιστη διαχείριση των εδαφών ενόψει της επερχόμενης καλλιεργητικής περιόδου και μεσοπρόθεσμα την όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση της γονιμότητάς τους, ώστε να μπορέσουν να τα καλλιεργήσουν ύστερα από την αποστράγγισή τους.
Μια σημαντική επίδραση των πλημμυρικών φαινομένων είναι η απόθεση στην επιφάνεια των αγρών υλικών κυρίως ιλυαργιλώδους ή αργιλοπηλώδους μορφής αλλά και άμμου το ύψος των οποίων δεν είναι σταθερό και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως είναι η εγγύτητα στη πηγή από την οποία προήλθε το ίζημα η τοπογραφία, η κλίση κτλ.
Πηγή: Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ
«Εμείς συλλέξαμε δείγματα από 300 θέσεις κατά μήκος της κοίτης του Πηνειού και σε συγκεκριμένες αποστάσεις, γιατί οι επικαθίσεις των φερτών υλικών διαφέρουν ανάλογα με την απόσταση του αγρού από το επίκεντρο της πλημμύρας. Τα χονδρόκοκκα υλικά καθιζάνουν ταχύτερα συγκριτικά με τα λεπτόκοκκα, τα οποία παρασύρονται σε μεγαλύτερη απόσταση. Σε κάθε σημείο δειγματοληψίας, συλλέγονταν 3 υποδείγματα που συνιστούσαν 1 σύνθετο δείγμα. Στους αγρούς όπου διαπιστώνονταν εναποθέσεις ιζήματος γινόταν δειγματοληψία χωριστά για το ίζημα και για το έδαφος και παράλληλα εκτίμηση του ύψους του ιζήματος. Για ένα περίπου μήνα περπατήσαμε σχεδόν ολόκληρη τη Θεσσαλία και καταγράψαμε μέσω εφαρμογών τα σημεία και τα δεδομένα των αγρών», εξηγεί ο Δρ. Χρήστος Νούλας, ο οποίος είναι γεωπόνος (Γονιμότητα εδαφών), ερευνητής στο Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.
Αυτό που παρατήρησαν οι ερευνητές του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, το οποίο αποτελεί και το κυρίως πρόβλημα είναι οι διαβαθμίσεις των πλημμυρισμένων εδαφών. Υπάρχουν αγροί έκτασης περίπου 150.000 στρεμμάτων, στην περιοχή της Κάρλας, οι οποίοι κατακλύστηκαν από το νερό και αντίθετα υπάρχουν αγροί από τους οποίους πέρασε η καταιγίδα φέροντας κάποια υλικά, χωρίς όμως να τους αδρανοποιήσει.
«Το ύψος του ιζήματος που μετρήθηκε στους αγρούς ήταν από 0 εκατοστά έως και 1,5 μέτρα. Εμείς ανάλογα με το ύψος των επικαθίσεων του ιζήματος συστήσαμε στους παραγωγούς κάποιες τεχνικές κατεργασίας του εδάφους ώστε να μπορέσουν να τους χρησιμοποιήσουν άμεσα. Σε επικαθίσεις μέχρι 20 εκατοστά σε επίπεδα εδάφη, οι οποίες δεν είναι ομοιόμορφες φάνηκε εφικτή η ενσωμάτωση των ιζημάτων με το έδαφος χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, όταν οι συνθήκες υγρασίας του αγρού θα το επέτρεπαν και συστήσαμε αναστροφή του εδάφους με όργωμα. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στα επικλινή εδάφη όπου έχει παρασυρθεί ολόκληρη η επιφάνειά τους, η πιο γόνιμη, που διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό οργανικής ουσίας. Σε αυτά τα εδάφη, όπως π.χ. στα Φάρσαλα ή στον Δομοκό, όπου η διάβρωση (από αύλακες έως χαράδρες) φτάνει μέχρι και τα δυο μέτρα, η καλλιέργεια είναι μάλλον αδύνατη, τουλάχιστον για φέτος. Εκεί προτείνουμε κάποιες τεχνικές (πολλαπλά περάσματα για ισοπέδωση) ώστε να εξομαλύνουμε κάπως τις διαβρώσεις σε διαχειρίσιμα επίπεδα», συμπληρώνει ο Δρ. Νούλας.
Πηγή: Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ
Σύμφωνα με τους Έλληνες επιστήμονες, οι περισσότεροι αγροί έχουν δεχτεί φορτίο επικαθίσεων το οποίο μπορεί να ενσωματωθεί στο έδαφος από τον καλλιεργητή με τη βαθιά άροση ανάλογα με το ύψος του ιζήματος. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί ωστόσο στην υγρασία του εδάφους όταν γίνονται οι ενσωματώσεις ώστε να μη δημιουργηθούν επιπλέον προβλήματα στο έδαφος από τη συμπίεση του. Τα εδάφη θα πρέπει να έχουν στεγνώσει επαρκώς και ο παραγωγός να μην παρασυρθεί από την παραπλανητική εικόνα της ξηρασίας που φαίνεται να υπάρχει στο επιφανειακό ίζημα.
«Εδώ εντοπίζεται ένα ακόμη πρόβλημα», παρεμβαίνει ο Δρ. Ελευθέριος Ευαγγέλου (Γεωπόνος – ποιότητα εδαφών), ερευνητής στο Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και συνεχίζει: «Τα λεπτόκοκκα κυρίως ιζήματα επικάθισαν σε ήδη βαριά από άποψη κοκκομετρίας εδάφη που τον χειμώνα κρατούν πολλή υγρασία, δεν έχουν καθόλου πόρους και με την παραμικρή βροχή ξαναγίνονται λάσπη. Οπότε δεν συστήνουμε να μπουν μέσα σε αυτά βαριά μηχανήματα να οργώσουν γιατί θα συμπιεστούν και θα δημιουργήσουν αδιαπέραστους ορίζοντες με πολλά προβλήματα. Τα εδάφη της Θεσσαλίας που πλημμύρισαν μπορεί να δείχνουν στεγνά επιφανειακά αλλά στους υποεπιφανειακούς ορίζοντες δεν είναι και δεν θα μπορέσουν να στεγνώσουν άμεσα εάν δεν γίνει κάποιο είδος κατεργασίας ώστε να αεριστούν επαρκώς. Αναγκαστικά οι παραγωγοί δεν θα βάλουν π.χ. σιτάρια φέτος. Θα πρέπει να περιμένουν την άνοιξη για να στεγνώσουν καλά και να μπορέσουν να σπείρουν την επόμενη σεζόν. Η χρονιά χάθηκε. Στα εδάφη που το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο και στα οποία μπορεί να γίνει κατεργασία εδάφους οι παραγωγοί μπορούν να σπείρουν ξανά ό,τι έσπερναν μέχρι τώρα».
Πηγή: Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ
Το ενθαρρυντικό που παρατήρησαν οι ερευνητές του ΕΛΓΟ είναι ότι τα ιζήματα δεν έχουν μεγάλες διαφορές σε βασικές φυσικοχημικές παραμέτρους από τα εδάφη. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα επηρεάσουν σημαντικά τις ιδιότητες των εδαφών μετά την ενσωμάτωση, όταν το ύψος του ιζήματος είναι τέτοιο που να μπορεί να γίνει η ενσωμάτωση.
«Στο διαπιστευμένο εργαστήριο του ΙΒΚΦ υπολογίσαμε 27 φυσικοχημικές ιδιότητες που αφορούν στη δομή των ιζημάτων (άμμος, ιλύς, άργιλος %), στο pH, και την αλατότητα, το οργανικό φορτίο, τη διαθεσιμότητα των βασικών θρεπτικών στοιχείων (φώσφορος, κάλιο, μαγνήσιο, νάτριο) και την ικανότητα συγκράτησης τους στο ίζημα (ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων) τα διαθέσιμα μέταλλα (χαλκός, σίδηρος, μαγγάνιο, ψευδάργυρος) καθώς και τις συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων. Γενικότερα οι τιμές των φυσικοχημικών ιδιοτήτων των ιζημάτων, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, βρίσκονται μέσα στα όρια των τιμών των περισσοτέρων εδαφών που απαντώνται στη Θεσσαλία. Έχουν μικρό οργανικό φορτίο, μικρή αλατότητα και συγκεντρώσεις θρεπτικών στοιχείων και βαρέων μετάλλων που συναντούμε αρκετά συχνά σε εδάφη της Θεσσαλίας, και δεν φαίνεται να αποτελούν σοβαρό κίνδυνο εάν ενσωματωθούν στο έδαφος όταν μιλάμε για διαχειρίσιμους όγκους υλικών που μπορούν με κάποιο είδος κατεργασίας να ενσωματωθούν», τονίζει ο Δρ. Μιλτιάδης Τζιουβαλέκας (Χημικός Μηχανικός, Χημεία Εδαφών), Ερευνητής του ΙΒΦΚ στον ΕΛΓΟ- ΔΗΜΗΤΡΑ.
Πηγή: Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ
Όμως και σύμφωνα με τον ίδιο, τα λεπτόκοκκα ιλυο-αργιλώδη υλικά των ιζημάτων προσροφούν νερό που δεν αποστραγγίζει εύκολα, δημιουργώντας ανοξικές συνθήκες και σημαντική δυσκολία στη λειτουργία των ριζών καθώς και στον αερισμό του εδάφους. Ως εκ τούτου τα υλικά αυτά θα πρέπει να ενσωματωθούν στο έδαφος προκειμένου να αναμειχθούν με τα συστατικά του για να μην αποτελούν πρόβλημα. Υπάρχουν μάλιστα και πολλές περιπτώσεις όπου η ενσωμάτωση του ιζήματος θα ευνοήσει τις εδαφικές ιδιότητες του αγρού όπως τη δομή του. Πολλά ιζήματα μάλιστα, είναι δυνητικά πολύτιμες πηγές θρεπτικών στοιχείων του εδάφους και μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα διαθέσιμου αζώτου, φωσφόρου και καλίου.
Οι ερευνητές του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ ήδη «τρέχουν» μια συνεργασία με τον Γεωπονικό σύλλογο Ν. Φθιώτιδας-Ευρυτανίας και την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας προκειμένου να εξετάσουν τρόπους αποκατάστασης εδαφών που έχουν δεχθεί μεγάλο όγκο φερτών υλικών, ιζημάτων στη ευρύτερη περιοχή του Νέου Μοναστηρίου Φθιώτιδας που συνορεύει με τον κάμπο της Θεσσαλίας. Για τις περιπτώσεις των εδαφών που έχουν πληγεί σοβαρά εξετάζονται συγκεκριμένα μέτρα αποκατάστασης κατά περίπτωση μετά από σχετική έρευνα και επικοινωνία με συναδέλφους τους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.