Ο αισθητήρας-περικάρπιο προσκολλάται στο δέρμα, συλλέγει τον ιδρώτα, αναλύει την μοριακή σύνθεσή του και μεταδίδει ηλεκτρονικά τα ευρήματά του στους γιατρούς για παραπέρα διάγνωση. Το άτομο που φορά τον αισθητήρα, δεν χρειάζεται να παραμένει ακίνητο.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Μπέρκλεϊ, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή παιδιατρικής Κάρλος Μίλα, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Ο αισθητήρας μπορεί να ανιχνεύσει στον ιδρώτα την παρουσία υψηλών επιπέδων ιόντων χλωριδίου (βασικού δείκτη της κυστικής ίνωσης) και γλυκόζης (βασικού δείκτη για το διαβήτη). Οι παραδοσιακές μέθοδοι διάγνωσης της κυστικής ίνωσης -μιας γενετικής πάθησης που προκαλεί μεγάλη συσσώρευση βλέννας στους πνεύμονες και σε άλλα όργανα- απαιτούν την προσέλευση των ασθενών σε εξειδικευμένα ιατρικά κέντρα, όπου πρέπει να μείνουν ακίνητοι, έως ότου τα ηλεκτρόδια που εισάγονται στο δέρμα τους, ερεθίσουν τους ιδρωτογόνους αδένες τους για να παράγουν τον αναγκαίο για το τεστ ιδρώτα.
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ