Επιστήμονες στη Γερμανία, με επικεφαλής τον καρδιολόγο δρα Φιλίπ Λακούρ του Ιατρικού Πανεπιστημίου Charite του Βερολίνου, που έκαναν σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, διαβεβαίωσαν ότι οι εν λόγω συσκευές μπορούν να δώσουν χείρα βοηθείας στην ιατροδικαστική επιστήμη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 5.000 νεκροψίες, από τις οποίες οι 150 αφορούσαν ανθρώπους που είχαν στην καρδιά τους κάποια συσκευή: οι περισσότεροι βηματοδότη (107) ή εμφυτευμένο απινιδωτή (22).
Διαπιστώθηκε μετά από ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο των συσκευών, ότι ήταν δυνατό στα τρία τέταρτα των περιπτώσεων (76%) να προσδιορισθεί ο χρόνος του θανάτου με χρήση των δεδομένων της συσκευής. Στην περίπτωση ταχυκαρδίας τη στιγμή του θανάτου, ο χρόνος που αυτός επήλθε, ήταν δυνατό να καθορισθεί με ακρίβεια λεπτού.
Επίσης ήταν εφικτό να βρεθεί η αιτία του θανάτου ?από βραδυκαρδία, ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή κ.α.- στο ένα τέταρτο των περιπτώσεων (24%). Αν η αιτία θανάτου ήταν μία φονική αρρυθμία λόγω ταχυκαρδίας, τότε ήταν ευκολότερο να καταγραφεί από τη συσκευή.
Στο 7% των περιπτώσεων των ασθενών με εμφυτευμένη συσκευή, ο θάνατος οφειλόταν σε δυσλειτουργία της ίδιας της συσκευής, είτε του υλικού, είτε του λογισμικού της (π.χ. δεν αναγνώρισε την αρρυθμία, όταν αυτή συνέβη).