Κάποιες, υπεραισιόδοξες τότε, φωνές έσπευσαν να μιλήσουν για μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που μπορεί να οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο. Ποιος άραγε δεν το θέλει αυτό; Δηλαδή μια εξομάλυνση της κατάστασης με την Άγκυρα που θα βασίζεται στην καλή γειτονία και τον αμοιβαίο σεβασμό, η οποία δυνητικά θα οδηγούσε και σε μείωση των κονδυλίων επί του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες.
Ποιος δεν θα επιθυμούσε η Ελλάδα αντί να ξοδεύει δις ευρώ σε αγορές μαχητικών, να έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην Υγεία, στην Παιδεία και στην κοινωνική πρόνοια; Όμως, για να ανοίξει μια νέα σελίδα χρειάζεται η καλή θέληση και στοχευμένες πράξεις και από τις δύο πλευρές. Αυτό το επισήμαναν ακόμα και την ώρα των πανηγυρισμών αρκετές πιο ψύχραιμες και ρεαλιστικές φωνές που είχαν το θάρρος να πουν ξεκάθαρα την άποψη τους, εντάσσοντας τες πάντα σέ ένα τεκμηριωμένο πλαίσιο.
Γιατί, είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, η βελτίωση των διμερών σχέσεων είναι μια σύνθετη διαδικασία, που χρειάζεται δύο, όπως συμβαίνει με τον χορό του τανγκό. Πριν από λίγα εικοσιτετράωρα ο κ. Ερντογάν άφησε εκ νέου στην άκρη τη θετική ατζέντα και την προοπτική για μια καλύτερη μέρα και επανήλθε δριμύτερος με το θέμα της αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών.
Πιστεύει άραγε κανείς ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε βρισκόταν στην ηγεσία της Ελλάδας να κάνει εκπτώσεις σε θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων ή να υποχωρήσει σε παράλογες αξιώσεις; Φυσικά και όχι. Είναι ξεκάθαρο ότι με τη συγκεκριμένη στάση ο Τούρκος Πρόεδρος δείχνει ότι δεν επιδιώκει να αλλάξει στάση απέναντι στη χώρα μας, αλλά κατά την πάγια τακτική του ακολουθεί μια τακτική παζαριού, στη γραμμή του διεκδικούμε δέκα για να πάρουμε τελικά τρία.
Ούτε συνάδει με την προοπτική επανασύνδεσης με την Ε.Ε και ανοίγματος της συζήτησης για το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας η απόφαση των τοπικών αρχών να μην επιτρέψουν την λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου στην Παναγία Σουμελά. Βρίσκεται μακριά από τις ιδέες και τις αρχές της Ευρώπης, το σεβασμό στη διαφορετικότητα και την ανεξιθρησκία. Μπορεί η Τουρκία να είπε το «ναι» στη διεύρυνση στο ΝΑΤΟ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Δύση και η Συμμαχία θα πρέπει να υποχωρήσει στους παραλογισμούς της τουρκικής ηγεσίας.
Οι Βρυξέλλες μπορεί να έδειξαν ένα σημάδι καλής θέλησης για να συζητήσουν εκ νέου τις σχέσεις Τουρκίας-Ε.Ε. Αλλά μέχρι να καταστεί εφικτή η οποιαδήποτε επαναπροσέγγιση, η γειτονική χώρα πρέπει προηγουμένως να αλλάξει πολλά και προπάντων να συμπεριφέρεται ως εταίρος, με ειλικρίνεια, θετική διάθεση και πνεύμα συνεργασίας.