Οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν ότι θα γίνει σκληρή μάχη για το ποια θα είναι τελικά η πολιτική δύναμη που θα κόψει πρώτη το νήμα τον Ιούνιο του 2024, στο επόμενο κρίσιμο crash test των ευρωεκλογών.
Η χώρα, όπως και άλλες στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις και μια κοινωνία που βρίσκεται στα όρια της μετά από την πανδημία, την ενεργειακή κρίση, το μεταναστευτικό και τώρα την αύξηση της έντασης στο εσωτερικό, λόγω των δυσμενών εξελίξεων στη Λωρίδα της Γάζας.
Οι παραπάνω παράγοντες διαμορφώνουν μια ομιχλώδη κατάσταση στις τοπικές κοινωνίες , οι οποίες αναζητούν πλέον την ελπίδα ακόμα και στην αγκαλιά του ακραίου κόμματος της Ελευθερίας που καταγράφει σημαντική άνοδο και αυξάνει την επιρροή του στα περισσότερα από τα εννέα ομοσπονδιακά κράτη σε όλη την Επικράτεια.
Από τη μία πλευρά, το κυβερνών κόμμα του Καγκελαρίου Καρλ Νεχάμερ έχει υποστεί τόσο δημοσκοπικές απώλειες, όσο και άλλες στο πεδίο της μάχης, όπως συνέβη τον περασμένο Ιανουάριο στις τοπικές εκλογές της Κάτω Αυστρίας (Niederösterreich), όπου αν και κατάκτησε την πρώτη θέση, εντούτοις έχασε ένα σημαντικό ποσοστό της δύναμης του, το οποίο κινήθηκε δεξιότερα, προς το FPÖ.
Το Κόμμα της Ελευθερίας έχει βάλει σε πρώτη προτεραιότητα τις συνέπειες της μεταναστευτικής κρίσης, με τα στελέχη του να ασκούν σκληρή κριτική στα ανώτερα κλιμάκια της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας για την αναποτελεσματικότητα τους πάνω σε ένα ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα της Ευρώπης θέμα. Χαρακτηριστική ήταν, προ ημερών, η τοποθέτηση της εκπροσώπου του κόμματος για τα ευρωπαϊκά θέματα Πέτρα Στέγκερ, η οποία ανάμεσα σε άλλα, έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι οι αιτήσεις ασύλου ξεπέρασαν πλέον τις οκτακόσιες χιλιάδες στην Ε.Ε, ενώ επεφύλαξε σκληρή κριτική τόσο στις συμφωνίες των Βρυξελλών με την Τυνησία και την Τουρκία, όσο και στον τρόπο λειτουργίας του νέου συστήματος απόδοσης ασύλου.
Στο στρατόπεδο των σοσιαλδημοκρατών γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους σε περιοχές –κλειδιά για το εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ οι Πράσινοι έχουν υποστεί κάποιες συνέπειες από τη συμμετοχή τους στον κυβερνητικό συνασπισμό. Η τελευταία μέτρηση που παρουσιάστηκε από την πλατφόρμα του Αυστριακού Πρακτορείου Ειδήσεων και πραγματοποιήθηκε με τη σφραγίδα του IFDD (Institut für Demoskopie und für die Datenanalyse) έδειξε απόλυτη ισοπαλία στην κούρσα για τις ευρωεκλογές.
Οι τρεις μονομάχοι (ÖVP, SPÖ και FPÖ) λαμβάνουν το 25% των προτιμήσεων, οι Πράσινοι το 14% (βρίσκονται κοντά στο ποσοστό που κέρδισαν το 2019), ενώ το κόμμα Neos βρίσκεται περίπου στο 8%. Στην παρούσα φάση, ο μεγάλος χαμένος των αριθμών φαίνεται να είναι το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα, το οποίο εκτός από την δυσαρέσκεια για τις κυβερνητικές επιλογές καλείται να διαχειριστεί σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο, την απόφαση του γκουρού της αυστριακής ευρωπαϊκής πολιτικής και ευρωβουλευτή του από το 1999 Ότμαρ Κάρας, να μην είναι εκ νέου υποψήφιος.
Ο Κάρας είναι ένα πρόσωπο με πιο κεντρογενείς απόψεις, που συγκρούστηκε αρχικώς με το "σύστημα" του πρώην Καγκελάριου Κουρτς και τώρα με εκείνο του νυν, Καρλ Νεχάμερ, ενώ χαίρει της εκτίμησης των πολιτών και εκτός των τειχών της παράταξης του.
Την ίδια ώρα, αυξάνονται οι πιθανότητες για άμεση εμπλοκή του στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα για το πολιτικό σκηνικό στην Αυστρία, με φόντο τις ευρωεκλογές του καλοκαιριού. Σε κάθε περίπτωση οι γεωπολιτικές αναταράξεις και οι οικονομικές παρενέργειες σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ενδέχεται να επηρεάσουν ακόμα περισσότερο τις τάσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για το τελικό αποτέλεσμα, αλλά ένα μέρος της κοινής γνώμης αναμένεται να κινηθεί αντισυμβατικά, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την επόμενη δύσκολη μέρα.