Πρόκειται για ένα θέμα που βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των Βρυξελλών και στο οποίο δίνουν ειδικό βάρος τόσο ο γερμανόφωνος κόσμος (Αυστρία-Γερμανία), ενώ συνιστά προτεραιότητα και για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις, καθώς στόχος για την επόμενη μέρα είναι να καταστεί η ευρύτερη περιοχή, γεωγραφικός χώρος ειρήνης, ευημερίας και σταθερότητας με όφελος για όλα τα κράτη-μέλη.
Ωστόσο, η ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων συγκλονίζονται εδώ και δεκαετίες από συγκρούσεις με εθνικιστικό ή θρησκευτικό αποτύπωμα, ενώ μετά τη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας εντάθηκαν οι συγκρούσεις. Η εξάλειψη τους, αλλά και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών συνιστά ένα μεγάλο στοίχημα και για τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και για τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η κάθε περίπτωση βέβαια είναι ξεχωριστή, ενώ η εκπλήρωση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης αποτελεί πρόκληση για τα υπό ένταξη κράτη, τα οποία καλούνται να προχωρήσουν με ακόμα πιο αποφασιστικά βήματα στο δρόμο των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων, ώστε να πλησιάσουν στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων έχει γίνει αντικείμενο μιας συστηματικής προσπάθειας των θεσμών για να διευρύνουν τα ευρωπαϊκά σύνορα μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και στις επίμαχες χώρες. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας στη συγκεκριμένη περιοχή χρειάζεται αναμφίβολα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και στοχευμένες κινήσεις, καθώς πέραν της Ρωσίας, είναι και η Κίνα που διατηρεί ζωηρό ενδιαφέρον για τα τοπικά δρώμενα. Όσον αφορά στην Ελλάδα, η χώρα μας δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων με αυτές τις χώρες, ενώ στηρίζει αναφανδόν την ευρωπαϊκή τους προοπτική.
Η ελληνική πλευρά έχει κινηθεί στρατηγικά, θέτοντας το θέμα αυτό στις άμεσες προτεραιότητες της ευρωπαϊκής της πολιτικής. Το Σεπτέμβριο του 2021 θετικό αποτύπωμα άφησε η Διάσκεψη για το ευρωπαϊκό μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του τότε αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη.
Η πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη διενέργεια του χθεσινού δείπνου με τη συμμετοχή των αρχηγών κρατών των ενδιαφερόμενων χωρών, αλλά και της ευρωπαϊκής ηγεσίας (Φον ντερ Λάιεν και Μισέλ) συνιστά πέρα από κάθε συζήτηση μια κίνηση υψηλού συμβολισμού και αναδεικνύει το στρατηγικό ρόλο που διαδραματίζει η Ελλάδα στα Βαλκάνια ως παράγοντας σταθερότητας, ειρήνης και ενεργειακής ασφάλειας. Αξίζει να σταθεί κανείς σε τρία σημαντικά σημεία της χθεσινής συνάντησης. Το πρώτο αφορά στην απουσία του Έντι Ράμα.
Η ελληνική Κυβέρνηση επιχείρησε έτσι να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας περνά μέσα από το διαρκή σεβασμό των δικαιωμάτων της αναγνωρισμένης ελληνικής μειονότητας στη γειτονική χώρα. Το δεύτερο στοιχείο που στιγμάτισε τη χθεσινή συνάντηση είναι η παρουσία του κ. Ζελένσκι σε μία χρονική συγκυρία που η Ουκρανία μάχεται για την ανακατάληψη χαμένων εδαφών και που η διεθνής κοινότητα αναζητά νέους δρόμους για τη μεταφορά του ουκρανικού σιταριού προς τον υπόλοιπο κόσμο μετά το ρωσικό εμπάργκο.
Το τρίτο σημείο που έδωσε ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον στο δείπνο είναι η παρουσία του Κροάτη Πρωθυπουργού λίγες μέρες μετά την άνανδρη δολοφονία του 29χρονου οπαδού της ΑΕΚ από χούλιγκανς της Δυναμό Ζάγκρεμπ. Κοντολογίς, η Αθήνα συνεχίζει μια πολυσχιδή εξωτερική πολιτική με στοιχεία εξωστρέφειας και με στόχο ένα κοινό και βιώσιμο μέλλον μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.